Η Ελληνιστική Ακρόπολη (323-86 π.Χ.)

Την ελληνιστική περίοδο τα μνημεία στην Ακρόπολη διατηρούν τη λειτουργία τους. Ελάχιστες αλλαγές παρατηρούνται στα κτήρια, όμως τα αναθήματα, κυρίως γλυπτά, πληθαίνουν.

Ελληνιστικές προσθήκες στην Ακρόπολη

Την Ελληνιστική περίοδο λίγες μόνο αλλαγές παρατηρούνται στον βράχο της Ακρόπολης. Το μόνο νέο κτήριο είναι η επέκταση της ανατολικής στοάς του Ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος προς βορρά. Πολλά γλυπτά αναθήματα στήνονται στον χώρο από ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων. Τρία από αυτά ξεχωρίζουν.

Το σημαντικότερο είναι το ανάθημα του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Α’. Ήταν μία σειρά χάλκινων αγαλμάτων που απεικόνιζαν τη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Γαλατών, ρωμαϊκά μαρμάρινα αντίγραφα των οποίων σώζονται σε πολλά μουσεία της Ευρώπης. Τα έργα αυτά (αντίγραφα μεγαλύτερων που βρίσκονταν στην Πέργαμο), στήθηκαν νότια του Παρθενώνα, δίπλα στο τείχος, το διάστημα μεταξύ 230-220 π.Χ..

Τα δύο άλλα αγάλματα ήταν δύο τέθριππα στημένα πάνω σε γιγάντιους πεσσούς. Το ένα από αυτά ήταν ανάθημα του βασιλιά Ευμένη Β’ της Περγάμου για τη νίκη του στα Παναθήναια (178 π.Χ.) και βρισκόταν δυτικά ακριβώς από την Πινακοθήκη των Προπυλαίων, όπου και το μεγάλο βάθρο είναι ορατό σήμερα. Άλλο ένα σχεδόν πανομοιότυπο στήθηκε στην βορειοανατολική πλευρά του Παρθενώνα καλύπτοντας όλη τη γωνία του ναού. Ήταν αφιερωμένο είτε πάλι στον Ευμένη Β’, είτε στον Άτταλο Β’. Ένα ιδίου τύπου τέθριππο με πεσσό στήθηκε την ίδια εποχή μπροστά από τη στοά του Αττάλου στην Αγορά.

Η Νότια Κλιτύς της Ακρόπολης

Πολλά έργα πραγματοποιήθηκαν στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης. Πολλά καινούργια χορηγικά μνημεία στήθηκαν με βασικότερο αυτό του Νικία. Κατασκευάστηκε το 319 π.Χ. και είχε την μορφή πρόστυλου εξάστυλου ναού. Το 170 π.Χ. χτίστηκε κατά μήκος της νότιας πλευράς της Ακρόπολης η Στοά του Ευμένη. Ήταν και αυτή προσφορά του Ευμένη Β’ και χρησίμευε στην προστασία των θεατών του Θεάτρου του Διονύσου από κακοκαιρία. Ήταν διώροφη, δωρικού ρυθμού, με περγαμηνού τύπου κιονόκρανα στις εσωτερικές κιονοστοιχίες.

Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ο Λυκούργος, άρχοντας της Αθήνας από το 337 π.Χ., ανακαίνισε εξολοκλήρου το παλιό ξύλινο θέατρο μετατρέποντάς το σε λίθινο. Η συνολική χωρητικότητά του αυξήθηκε φτάνοντας τους 16.000 θεατές.

Το κοίλο του θεάτρου αυτήν την περίοδο είχε ένα διάζωμα (στην ουσία ήταν ο δρόμος «Περίπατος» που περιέτρεχε την Ακρόπολη), το οποίο χώριζε το θέατρο σε δύο μέρη. Το χαμηλότερο και μεγαλύτερο είχε 13 κερκίδες, ενώ το ανώτερο, που ήταν κατά μεγάλο μέρος σκαλισμένο απευθείας στον βράχο (το Επιθέατρο), είχε 5 ή 10. Οι μπροστινές θέσεις ονομάζονταν προεδρίες και ήταν 67 μαρμάρινοι θρόνοι για τους επισήμους. Στη βάση κάθε θρόνου αναγραφόταν η ιδιότητα του εκάστοτε επισήμου. Το σκηνικό οικοδόμημα την κλασική και ελληνιστική εποχή ήταν σχετικά λιτό σε σχέση με αυτό που κατασκεύασε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας αργότερα.

Λόγω της μεγάλης χωρητικότητάς του, το θέατρο άρχισε να χρησιμοποιείται για συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου, με αποτέλεσμα η Πνύκα να να εγκαταλειφθεί σταδιακά.

Γύρω στο 320 π.Χ. χτίστηκε στο πάνω μέρος του θεάτρου, πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου. Ταυτόχρονα στήθηκαν και πολλά ακόμα στην Οδό των Τριπόδων. Το άριστα σωζόμενο μνημείο του Λυσικράτη είναι ένα από αυτά.


Περιηγηθείτε στην ελληνιστική Αθήνα