Κεραμεικός - Τείχη

Με το όνομα Κεραμεικός ήταν γνωστή η περιοχή δυτικά και ανατολικά του δυτικού μέρους του τείχους της πόλης. Από ανατολικά, οριοθετούνταν από την Αγορά (Έσω Κεραμεικός) και από δυτικά, έξω από το τείχος (Έξω Κεραμεικός), από το μεγαλύτερο και σημαντικότερο νεκροταφείο της πόλης. Εκεί βρίσκονταν οι ομαδικοί τάφοι των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στις διάφορες μάχες (Δημόσιον Σήμα) αλλά και οι τάφοι των επιφανέστερων Αθηναίων. Στην περιοχή του Κεραμεικού βρισκόταν ο δήμος των Κεραμέων, που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Το όνομα προήλθε πιθανότατα από την εγκατάσταση εργαστηρίων κεραμικών στην περιοχή.

Το Θεμιστόκλειο Τείχος

Τους δύο Κεραμεικούς χώριζε το δυτικό τμήμα του τείχους που κατασκεύασε γύρω από την πόλη ο Θεμιστοκλής. Η κατασκευή άρχισε γύρω στο 479 π.Χ. αμέσως μετά τους Περσικούς Πολέμους. Είχε μήκος 6,5 χιλιόμετρα, μέσο ύψος 8 μέτρα, πάχος 3 και διέθετε τουλάχιστον 13 πύλες. Οι δύο σημαντικότερες πύλες βρίσκονταν στον Κεραμεικό. Η βορειότερη από αυτές και η μεγαλύτερη της Αθήνας, ήταν το λεγόμενο Δίπυλον. Την ονομασία αυτήν την οφείλει στο σχήμα της, είχε δηλαδή δύο πύλες ανάμεσα από τέσσερις πύργους για καλύτερη άμυνα. Το παλαιότερο όνομα ήταν Θριάσιαι Πύλαι και από εκεί ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην Ακαδημία, τον Πειραιά, την Ελευσίνα και κατ’ επέκταση στην Πελοπόννησο.

Η δεύτερη πύλη στο σημείο του Κεραμεικού ήταν επίσης σημαντική. Ήταν η Ιερά Πύλη από την οποία περνούσε η Ιερά Οδός που οδηγούσε στην Ελευσίνα. Από εκεί περνούσε η πομπή την ημέρα των Ελευσινίων για την πορεία των 22 χιλιομέτρων που χώριζαν τις δύο πόλεις. Από την ίδια πύλη περνούσε και ο ποταμός Ηριδανός, ο οποίος χυνόταν τελικά στον Κηφισό.

Το τείχος της Αθήνας διέθετε τριπλή οχύρωση. Ένας επιτιθέμενος αρχικά θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια τάφρο μέσου βάθους περίπου 8-9 μέτρων, στη συνέχεια με ένα μικρό τείχος ύψους περίπου 5-6 μέτρων, το λεγόμενο προτείχισμα και τέλος τα ίδια τα τείχη της πόλης με τους πύργους και τις επάλξεις τους. Κατά την ελληνιστική περίοδο οι πύργοι εξοπλίστηκαν με διάφορες πολεμικές μηχανές όπως καταπέλτες.

Η πόλη ενισχύθηκε και με άλλα τείχη. Το 459 π.Χ. ο Κίμων ξεκίνησε την κατασκευή των Μακρών Τειχών. Κατασκεύασε το Βόρειο και το Φαληρικό τείχος. Ανάμεσα στα 446-443 π.Χ. ο Περικλής έχτισε το Νότιο Μακρό τείχος παράλληλα με το βόρειο, και το Φαληρικό έπεσε σε αχρηστία. Τα Μακρά Τείχη ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά. Είχαν μήκος 6 χιλιόμετρα το καθένα και απόσταση μεταξύ τους σχεδόν 200 μέτρα. Σήμερα τη γραμμή τους ακολουθούν με ακρίβεια η οδός Πειραιώς (βόρειο σκέλος) και η γραμμή του Ηλεκτρικού σιδηρόδρομου (νότιο σκέλος).
Στο Δίπυλο, από την εσωτερική μεριά των τειχών, βρισκόταν μία μεγάλη κρήνη. Η θέση της ήταν σε σημαντικό σημείο της πόλης ξεδιψώντας τους ταξιδιώτες. Κατασκευάστηκε μάλλον σε δύο φάσεις, με τη δεύτερη να χρονολογείται μεταξύ 350 και 325 π.Χ. και χρησιμοποιεί κίονες από άγνωστο κτήριο της Θεμιστόκλειας περιόδου.

Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να γκρεμίσουν τις οχυρώσεις τους μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Σύντομα όμως, με την επάνοδο της δημοκρατίας το 394 π.Χ. ο Κόνωνας επισκεύασε τα τείχη και τα ενίσχυσε, ενώ ακόμη μία ενίσχυση πραγματοποιήθηκε το 338 π.Χ. μπροστά στον κίνδυνο των Μακεδόνων.
Το 86 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας εισέβαλε στην πόλη από ρήγμα που κατάφερε στο τείχος στην περιοχή ανάμεσα στον Κεραμεικό και τον Λόφο των Νυμφών. Τα τείχη εγκαταλείφθηκαν για όλη τη ρωμαϊκή περίοδο μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. όταν λόγω του κινδύνου των βαρβαρικών επιδρομών έγινε μεγάλη επισκευή και επέκταση του τείχους προς τα ανατολικά (Βαλεριάνειο τείχος). Όμως το τείχος ήταν πλέον πολύ μεγάλο ώστε να μπορεί να φυλαχτεί επαρκώς και η επιδρομή των Ερούλων το 267 ισοπέδωσε την πόλη. Ύστερα από την καταστροφή οι Αθηναίοι έχτισαν ένα πολύ μικρό τείχος, με τα ερείπια της πόλης, βόρεια από την Ακρόπολη, το λεγόμενο υστερορωμαϊκό τείχος.
Η τελευταία μεγάλη επισκευή του τείχους πραγματοποιήθηκε την περίοδο βασιλείας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ολόκληρος ο περίβολος της πόλης επισκευάστηκε και ενισχύθηκε από νέους πύργους. Τους επόμενους αιώνες όμως το τείχος εγκαταλείφθηκε οριστικά και σταδιακά εξαφανίστηκε. Μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα όμως, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού Κράτους, μερικά τμήματα ήταν ορατά, όμως και αυτά είτε καταστράφηκαν είτε θάφτηκαν λόγω των νεότερων οικοδομικών εργασιών.

Το Πομπείον

CREDITS:

Τα μοντέλα των αναπαραστάσεων του Πομπείου και της κρήνης βασίζονται στις μελέτες των Hoepfner, Gruben και Dirschedl και στα CAD σχέδια του Χρύσανθου Κανελλόπουλου, καθηγητή Αρχαιολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημιουργήθηκαν από τον Δημήτρη Τσαλκάνη για το Ancient Athens 3d.

Το Πομπείον ήταν ένα ορθογώνιο κτήριο που βρισκόταν νότια ακριβώς του Διπύλου. Κατασκευάστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. με σκοπό να χρησιμεύσει ως ο τόπος προετοιμασίας της πομπής των Παναθηναίων η οποία ξεκινούσε από εκεί ακριβώς για να καταλήξει στον Παρθενώνα. Αποτελείτο από μία κεντρική περίστυλη αυλή γύρω από την οποία βρίσκονταν δωμάτια που χρησίμευαν ως αποθήκες και χώροι εστίασης. Στα νοτιοανατολικά βρισκόταν η κεντρική είσοδος. Ήταν ένα μεγάλων διαστάσεων ιωνικό πρόπυλο. Την περίοδο εκτός της γιορτής των Παναθηναίων, το κτήριο χρησίμευε και ως γυμνάσιο. Το 86 π.Χ. καταστράφηκε με την εισβολή των Ρωμαίων και δεν ξαναχτίστηκε. Στη θέση του κατασκευάστηκε γύρω στο 150 μ.Χ. ένα νέο μεγαλύτερο κτίσμα, πιθανότατα αποθήκη.